Νουρέγιεφ, Ρούντολφ — (Rudolf Hametovich Nureyev, Ιρκούτσκ 1938 – Παρίσι 1993). Ρώσος χορευτής. Πήρε την αγγλική ιθαγένεια το 1962. Μπήκε στη σχολή χορού Κίροφ το 1955 και έγινε σύντομα ένας από τους πρώτους χορευτές. Το 1961 έφυγε από την πρώην ΕΣΣΔ για να… … Dictionary of Greek
Χερτς, Χάινριχ Ρούντολφ — (Hertz, Αμβρούργο 1857 – Βόνη 1894). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε φυσική και μηχανική πρώτα στο Μόναχο και κατόπιν στο Βερολίνο όπου, αφού αναγορεύτηκε διδάκτορας, έγινε βοηθός του Χέλμχολτς, ο οποίος τον έβαλε στις έρευνες επί των… … Dictionary of Greek
Άκερμαν, Ρούντολφ — (Rudolf Ackerman,Σαξονία 1764 – Λονδίνο 1834). Άγγλος εκδότης και τυπογράφος, γερμανικής καταγωγής. Το 1795 άνοιξε τυπογραφείο και σχολή σχεδιαστών στο Στραντ του Λονδίνου, χάρη στο οποίο απέκτησε μεγάλη περιουσία. Το 1801 επινόησε μέθοδο με την… … Dictionary of Greek
Βίρχοβ, Ρούντολφ — (Rudolf Virchow, Σιβελάιν, Πομερανία 1821 – Βερολίνο 1902). Γερμανός παθολόγος. Με τις θεωρίες του μετέβαλε πολλές δογματικές απόψεις του 19ου αι. Υποστήριξε την κυτταρική θεωρία, διακηρύσσοντας ότι η έδρα κάθε νόσου βρίσκεται πάντα στα κύτταρα… … Dictionary of Greek
Βολφ, Ρούντολφ — (Rudolph Wolf, 1816 – 1893).Ελβετός αστρονόμος. Δίδαξε μαθηματικά και φυσική στη Βέρνη (1839 55) και το 1847 διορίστηκε διευθυντής του αστεροσκοπείου της Βέρνης· επίσης δίδαξε στο πανεπιστήμιό της αστρονομία. Το 1855 έγινε διευθυντής του… … Dictionary of Greek
Γέρινγκ, Ρούντολφ φον- — (Rudolf von Jhering, Άουριχ, Κάτω Σαξονία 1818 – Γκέτινγκεν 1892). Γερμανός νομομαθής και πανεπιστημιακός. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Βασιλείας, του Ροστόκ, του Κίελου, του Γκίσεν, της Βιέννης και του Γκέτινγκεν, και θεωρείται ένας… … Dictionary of Greek
Γκλάουμπερ, Γιόχαν Ρούντολφ — (Johann Rudolph Glouber, Κάρλσταντ 1604 – Άμστερνταμ 1668).Γερμανός χημικός. Εγκαταστάθηκε διαδοχικά στη Βιέννη, στο Σάλτσμπουργκ, στη Φρανκφούρτη, στην Κολονία και για μεγάλο χρονικό διάστημα εργάστηκε στην Ολλανδία. Ξεκίνησε πρώτος τις… … Dictionary of Greek
Κάρναπ, Ρούντολφ — (Rudolf Carnap, Βούπερταλ 1891 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια 1970). Γερμανός φιλόσοφος. Ήταν καθηγητής στη Βιέννη και έπειτα στην Πράγα (1931 36). Αργότερα πήγε στο Σικάγο και στο Λος Άντζελες, όπως και πολλοί συνάδελφοί του που ανήκαν στον κύκλο… … Dictionary of Greek
Κέλικερ, Ρούντολφ Άλμπερτ φον- — (Rudolf Albert von Köliker, 1817 – 1905). Γερμανός γιατρός. Διετέλεσε καθηγητής της φυσιολογίας και της μικροσκοπικής και συγκριτικής ανατομίας στο πανεπιστήμιο της πόλης Βίρτσμπουργκ, όπου διακρίθηκε για τις έρευνές του στον τομέα της βιολογίας … Dictionary of Greek
Κλαούζιους, Ρούντολφ Γιούλιους Ιμάνουελ — (Rudolf Julius Emmanuel Clausius, Κέσλιν, Πομερανία 1822 – Βόνη 1888). Γερμανός φυσικομαθηματικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Χάλε και στη συνέχεια δίδαξε στη Βασιλική Σχολή Μηχανικού και Πυροβολικού στο Βερολίνο. Κατόπιν… … Dictionary of Greek